μυογράφος

μυογράφος
ο мед. миограф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μυογράφος" в других словарях:

  • μυογράφος — ο φυσιολ. αυτογραφική συσκευή που εγγράφει τις μυϊκές συστολές, αλλ. ηλεκτρομυογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myographe (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • μυογραφικός — ή, ό [μυογράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυογραφία 2. φρ. «μυογραφική λαβή» όργανο που χρησιμοποιείται για τη μελέτη τής συστολής τών επιπολής μυών, το οποίο μεταδίδει τις κινήσεις τους σε γραφικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»